Πελασγικῶν

Πελασγικῶν
Πελασγικός
fem gen pl
Πελασγικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • υρμίνη — Πόλη στην αρχαία Ηλεία. Ιδρύθηκε από τον Άκτορα, γιο της Υρμίνης, στο βραχώδες ακρωτήριο του Κυλλήνιου κόλπου. Σώζονται ερείπια πελασγικών και φραγκικών τειχών. * * * Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «μάχη, πόλις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί τού ὑσμίνη* «μάχη …   Dictionary of Greek

  • Κάλυμνος — I Νησί (111,14 τ. χλμ., 16.441 κάτ.) του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, Β της Κω και Ν της Λέρου, της οποίας αποτελεί συνέχεια· τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ τους (Βελόνα, Γλαρονήσι, Διαπόρι) είναι τα υπολείμματα της ξηράς που καταβυθίστηκε. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κύναιθα — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, στα σύνορα με την Αχαΐα. Οφείλει την ονομασία της στον μυθικό Κύναιθο, έναν από τους πενήντα γιους του βασιλιά της Αρκαδίας Λυκάονα. Οι κάτοικοί της είχαν πολύ κακή φήμη και περιφρονούνταν από τους υπόλοιπους Αρκάδες. Η… …   Dictionary of Greek

  • Νίσυρος — Νησί (41,40 τ. χλμ., 948 κάτ.)του νομού Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στα Ν της Κω και σε ίση απόσταση από αυτήν, την Τήλο και τις μικρασιατικές ακτές. Είναι μικρό νησί, με σχήμα στρογγυλό και με ελάχιστα διαμελισμένες παραλίες. Στο νησί υπάρχει παλιό… …   Dictionary of Greek

  • Ντόντγουελ, Έντουαρντ — (Dodwell, 1767 – 1832). Άγγλος αρχαιολόγος. Στο διάστημα από το 1801 έως το 1806 επισκέφτηκε την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και μελέτησε τις αρχαιότητες στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στις Μυκήνες, στην Επίδαυρο, στην Κόρινθο, στη Θήβα, στη Χαιρώνεια …   Dictionary of Greek

  • Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… …   Dictionary of Greek

  • Σύμη — Νησί του νομού Δωδεκανήσου, ΒΔ. της Ρόδου (έκταση 67 τ. χλμ., 2.332 κάτ.). Η Σ. είναι νησί ορεινό και βραχώδες, με υψηλότερη κορυφή τη Βίγλα (550 μ). Μαζί με τα μικρά νησιά Νύμο, την αρχαία Ύμο, τα Σεσκλιά τις Αρές, και τις Διαβατές κ.ά. αποτελεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”